δημαρχικος

δημαρχικος
    δημαρχικός
    δημ-αρχικός
    3
    принадлежащий народному трибуну Plut., Diod.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "δημαρχικος" в других словарях:

  • δημαρχικός — ή, ό (AM δημαρχικός, ή, όν) [δήμαρχος] όποιος ανήκει ή αναφέρεται στον δήμαρχο «δημαρχικά καθήκοντα», «τὰς δημαρχικὰς δέλτους ἀπέσπασε βίᾳ» …   Dictionary of Greek

  • δημαρχικός — ή, ό ο δημαρχιακός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δημαρχικῶν — δημαρχικός tribunician fem gen pl δημαρχικός tribunician masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημαρχικόν — δημαρχικός tribunician masc acc sg δημαρχικός tribunician neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημαρχικοῖς — δημαρχικός tribunician masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημαρχικοῦ — δημαρχικός tribunician masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημαρχικῆς — δημαρχικός tribunician fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημαρχικῇ — δημαρχικός tribunician fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημαρχική — δημαρχικός tribunician fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημαρχικήν — δημαρχικός tribunician fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημαρχικῷ — δημαρχικός tribunician masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»